Με την εκτίναξη του κόστους πετρελαίου θέρμανσης στα ύψη, έχει γίνει σήμερα πιο επιτακτική από ποτέ η ανάγκη για αναζήτηση ενός οικονομικού τρόπου θέρμανσης. Ποιο είναι όμως τελικά το πιο φτηνό καύσιμο; Πολλές αναλύσεις και απόψεις έχουν γραφτεί και εκφραστεί τελευταία, δυστυχώς όμως η πλειοψηφία αυτών δεν είναι αντικειμενικές, είτε λόγω σκοπιμοτήτων είτε λόγω ανεπαρκούς γνώσης, με αποτέλεσμα να μην μπορεί ο μέσος
καταναλωτής να οδηγηθεί σε σωστά συμπεράσματα για να κάνει τις επιλογές του. Για τον λόγο αυτό θα γίνει μία σύγκριση του κόστος των τριών πιο διαδεδομένων “μέσων” θέρμανσης (πετρέλαιο, φυσικό αέριο και ηλεκτρισμός), αναλύοντας τα με όσο το δυνατόν πιο απλό, κατανοητό αλλά και τεκμηριωμένο τρόπο.
Πετρέλαιο: Η θερμογόνος δύναμη του πετρελαίου είναι 10.200 kcal/kg, δηλαδή από την καύση 1 kg (κιλού) πετρελαίου παίρνουμε 10.200 kcal (θερμίδες) ενέργειας. Μετατρέποντας τις μονάδες σε lt (λίτρα) και kWh (κιλοβατώρες), συμπεραίνεται ότι η καύση 1 lt πετρελαίου παράγει 10 kWh θερμικής ενέργειας. Γνωρίζοντας ότι το κόστος αγοράς του πετρελαίου είναι σήμερα 1,30 €/lt, προκύπτει ότι κάθε κιλοβατώρα θερμικής ενέργειας παράγεται με καύση 0,1 lt πετρελαίου και στοιχίζει 0,13 ευρώ.
Φυσικό αέριο: Από στοιχεία της ΕΠΑ Αττικής για το τελευταίο τρίμηνο προκύπτει μία μέση τιμή κόστους 0,09 €/kWh, δηλαδή η κιλοβατώρα θερμικής ενέργειας παραγόμενη από καύση φυσικού αερίου στοιχίζει 0,09 ευρώ.
Ηλεκτρισμός: Τέλος για το ηλεκτρικό ρεύμα τα πράγματα είναι (κατά μία έννοια) πιο απλά. Σύμφωνα με τα σημερινά τιμολόγια της ΔΕΗ, κάθε καταναλισκόμενη κιλοβατώρα ηλεκτρικού ρεύματος κοστίζει 0,16 ευρώ. Η παραπάνω τιμή αντιστοιχεί σε οικιακό τιμολόγιο, θεωρώντας ότι η κατανάλωση θα φτάσει και θα υπολογιστεί εν μέρει στο ανώτερο κλιμάκιο τιμολόγησης, κάτι το οποίο θεωρείται δεδομένο όταν για την θέρμανση χρησιμοποιείται ηλεκτρικό ρεύμα. Να σημειωθεί ότι δεν λαμβάνεται υπόψη η ύπαρξη νυχτερινού ρεύματος.
Συνοψίζοντας έχουμε:
Πετρέλαιο : 0,13 €/kWh
Φυσικό αέριο : 0,09 €/kWh
Ηλεκτρικό ρεύμα : 0,16 €/kWh
Στην έως τώρα ανάλυση δεν έχει ληφθεί υπόψη μία σημαντική παράμετρος: ο βαθμός απόδοσης του συστήματος παραγωγής.
Ένας λέβητας πετρελαίου έχει ένα μέσο βαθμό απόδοσης 90%, οι σύγχρονοι λέβητες αερίου έχουν μέσο βαθμό απόδοσης 95%, ενώ οι λέβητες αερίου που χρησιμοποιούν τεχνολογία συμπύκνωσης έχουν βαθμό απόδοσης έως και 105%. Στην περίπτωση αντλιών θερμότητας, ο συντελεστής απόδοσης (COP) είναι της τάξης του 4,0 (για ένα μηχάνημα καλής ποιότητας). Αυτό σημαίνει ότι με την κατανάλωση 1 kWh ηλεκτρικής ενέργειας παράγονται 4 kWh θερμικής ενέργειας.
Θεωρώντας επομένως τους μέσους βαθμούς απόδοσης ως εξής:
Λέβητας πετρελαίου: 90%
Λέβητας αερίου συμβατικός: 95%
Λέβητας αερίου συμπύκνωσης: 105%
Αντλία θερμότητας: 400%
Τα τελικά κόστη είναι:
Λέβητας πετρελαίου: 0,13 €/kWh : 0,9 = 0,144 €/kWh
Λέβητας αερίου συμβατικός: 0,09 €/kWh : 0,95 = 0,095 €/kWh (34% εξοικονόμηση)
Λέβητας αερίου συμπύκνωσης: 0,09 €/kWh : 1,05 = 0,086 €/kWh (40% εξοικονόμηση)
Αντλία θερμότητας: 0,16 €/kWh : 4,0 = 0,040 €/kWh (72% εξοικονόμηση)
Τα αποτελέσματα, παρότι φαντάζουν ίσως υπερβολικά, στην πραγματικότητα είναι μάλλον υποτιμημένα. Ο λόγος είναι ότι δεν έχουν ληφθεί υπόψη μία ακόμα σειρά από πολύ σημαντικές παραμέτρους, οι οποίες συνεισφέρουν στην ακόμα μεγαλύτερη εξοικονόμηση:
Καταρχήν ο βαθμός απόδοσης ενός λέβητα (όπως προκύπτει από την ανάλυση των καυσαερίων και αναγράφεται στο φύλλο ελέγχου καυστήρα) είναι πάντα πολύ υψηλότερος από τον πραγματικό. Ο πραγματικός είναι αρκετά χαμηλότερος λόγω των αναβοσβησιμάτων και της λειτουργίας της εγκατάστασης σε μερικά φορτία για μεγάλο διάστημα, λόγω της υπερδαστασιολόγησης των μηχανημάτων αλλά και της έλλειψης αντιστάθμισης. Επίσης:
- Σε ένα νέο σύστημα θα υπάρχει οπωσδήποτε σύστημα αντιστάθμισης
- Γενικώς κάθε νέο σύστημα θα δουλεύει σε χαμηλότερες θερμοκρασίες
- Δεν θα υπάρχει υπερδιαστασιολόγηση
- Θα τοποθετηθούν οι κατάλληλοι αυτοματισμοί
- Θα ρυθμιστούν σωστά τα περιφερειακά του λεβητοστασίου
- Θα πραγματοποιηθεί σωστή μόνωση των σωληνώσεων, κλπ
Έτσι, για κάθε εγκατάσταση, εφόσον είναι γνωστή η ετήσια δαπάνη για τη θέρμανση (από στοιχεία προηγουμένων ετών) και το κόστος μίας παρέμβασης ενεργειακής αναβάθμισης, μπορούν να υπολογιστούν η νέα ετήσια δαπάνη για τη θέρμανση, η εξοικονόμηση που θα επιτευχθεί και ο χρόνος απόσβεσης της επένδυσης, ώστε να ληφθούν οι σωστές αποφάσεις.